σύμβουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σύμβουλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύμβουλος αρσενικό ή θηλυκό
- που δίνει συμβουλές
- στενός συνεργάτης πολιτικού που του δίνει συμβουλές
- εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με ειδικά προσόντα που έχει ως αποστολή του να συμβουλεύει τους εκπαιδευτικούς σχετικά με τη διδασκαλία των μαθημάτων τους· σχολικός σύμβουλος
- (μεταφορικά) οτιδήποτε μας παροτρύνει να κάνουμε κάτι
- η βιασύνη δεν είναι καλός σύμβουλος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σχολικός σύμβουλος