ενικός         πληθυντικός  
adviser advisers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
adviser < advise + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

adviser (en)

  • ο/η σύμβουλος
    ⮡  The President called his advisers.
    Ο Πρόεδρος κάλεσε τους συμβούλους του.
    ⮡  national security adviser - σύμβουλος σε θέματα εθνικής ασφάλειας
     συνώνυμα: counselor, consultant

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 836. ISBN 9780194325684. , λήμμα: σύμβουλος