counselor
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
counselor | counselors |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcounselor (en) (αμερικανική γραφή)
- ο/η σύμβουλος
- (ειδικότερα, επάγγελμα) ο σχολικός σύμβουλος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη school counselor
ενικός | πληθυντικός |
counselor | counselors |
counselor (en) (αμερικανική γραφή)