ενικός         πληθυντικός  
counselor counselors

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

counselor (en) (αμερικανική γραφή)

  1. ο/η σύμβουλος
    ⮡  national security counselor - σύμβουλος σε θέματα εθνικής ασφάλειας
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη adviser
  2. (ειδικότερα, επάγγελμα) ο σχολικός σύμβουλος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη school counselor

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία