κοστοβόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοστοβόρος < κόστος + -ο- + -βόρος (λανθασμένος σχηματισμός)
Επίθετο επεξεργασία
κοστοβόρος, -α (/-ος), -ο
- (νεολογισμός) δαπανηρός
- Ο δήμος αδυνατούσε να καλύψει οικονομικά τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Δεν μιλάμε απλά για το βάψιμο μιας επιφάνειας αλλά για μια ιδιαίτερα κοστοβόρο διαδικασία καθώς απαιτείται μια ειδική μέθοδος. Το συνολικό κόστος της όλης ιστορίας έφθασε τις 17.000 ευρώ. (*)
Σημειώσεις επεξεργασία
- Πρόκειται για νεολογισμό που σχηματίστηκε με λανθασμένο τρόπο. Κανονικά θα έπρεπε να σημαίνει το αντίθετο απ’ αυτό που εννοούν όσοι τον χρησιμοποιούν. Βλ. Τι τρώει ο κοστοβόρος;
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοστοβόρος
|