δαπανηρός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δαπανηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δαπανηρός < δαπάν(η) + -ηρός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ða.pa.niˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐πα‐νη‐ρός
Επίθετο επεξεργασία
δαπανηρός, -ή, -ό
- που απαιτεί μεγάλη δαπάνη για να αποκτηθεί, διεξαχθεί ή συντηρηθεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη δαπανηρός
Μεταφράσεις επεξεργασία
δαπανηρός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δαπανηρός, -ά, -όν
Πηγές επεξεργασία
- δαπανηρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δαπανηρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.