δαπανηρός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δαπανηρός < αρχαία ελληνική δαπανηρός < δαπάνη + -ηρός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δαπανηρός, -ή, ό
- που απαιτεί μεγάλη δαπάνη για να αποκτηθεί, διεξαχθεί ή συντηρηθεί
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη δαπανηρός