σπάταλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σπάταλος | η | σπάταλη | το | σπάταλο |
γενική | του | σπάταλου | της | σπάταλης | του | σπάταλου |
αιτιατική | τον | σπάταλο | τη | σπάταλη | το | σπάταλο |
κλητική | σπάταλε | σπάταλη | σπάταλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σπάταλοι | οι | σπάταλες | τα | σπάταλα |
γενική | των | σπάταλων | των | σπάταλων | των | σπάταλων |
αιτιατική | τους | σπάταλους | τις | σπάταλες | τα | σπάταλα |
κλητική | σπάταλοι | σπάταλες | σπάταλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπάταλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σπάταλος [1] < σπᾰτᾰ́λη < προελληνική[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈspa.ta.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπά‐τα‐λος
Επίθετο
επεξεργασίασπάταλος, -η, -ο
- που σπαταλά, που ξοδεύει, που δαπανά
- που γίνεται σπάταλα, με σπατάλες, ξοδεύοντας ή δαπανώντας πολλά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σπατάλη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σπάταλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
σπᾰτᾰλο- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | σπάταλος | τὸ | σπάταλον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | σπατάλου | τοῦ | σπατάλου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | σπατάλῳ | τῷ | σπατάλῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | σπάταλον | τὸ | σπάταλον | ||
κλητική ὦ! | σπάταλε | σπάταλον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | σπάταλοι | τὰ | σπάταλᾰ | ||
γενική | τῶν | σπατάλων | τῶν | σπατάλων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | σπατάλοις | τοῖς | σπατάλοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | σπατάλους | τὰ | σπάταλᾰ | ||
κλητική ὦ! | σπάταλοι | σπάταλᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπατάλω | τὼ | σπατάλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σπατάλοιν | τοῖν | σπατάλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπάταλος < αρχαία ελληνική grc + -ος < προελληνική[1]
Επίθετο
επεξεργασίασπάταλος, -ος, -ον
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- σπάταλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.