οικονόμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οικονόμος < αρχαία ελληνική οἰκονόμος < οἶκος + νέμω (οικο- + -νόμος)
- για το επίθετο < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική économe < υστερολατινική oeconomus < μεσαιωνική ελληνική οἰκονόμος)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
οικονόμος, -ος, ο (θηλυκό: οικονόμος και οικονόμα)
- που κάνει οικονομία, που είναι συνετός στη διαχείριση των χρημάτων και δεν κάνει σπατάλες
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | οικονόμος | οι | οικονόμοι |
γενική | του/της | οικονόμου | των | οικονόμων |
αιτιατική | τον/την | οικονόμο | τους/τις | οικονόμους |
κλητική | οικονόμε | οικονόμοι | ||
όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
οικονόμος αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός ή αυτή που του/της έχουν ανατεθεί διαχειριστικά καθήκοντα
- υπηρέτης ή υπηρέτρια που έχει αναλάβει τη διαχείριση του σπιτιού
- (θρησκεία) τίτλος που δίνεται σε έγγαμους κληρικούς
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη οικονομία