Επίθετο

επεξεργασία

frugal (en)



      ενικός         πληθυντικός  
frugal frugals

  Επίθετο

επεξεργασία

frugal (fr)

  1. (σχετικά με την τροφή) φειδωλός, λιτός
  2. λιτοδίαιτος
  3. (κατ’ επέκταση) οικονόμος, ολιγοδάπανος



  Επίθετο

επεξεργασία

frugal (ro)

  1. φειδωλός, λιτός