• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

frugal

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Επίθετο
  • 2 Γαλλικά (fr)
    • 2.1 Επίθετο
  • 3 Ρουμανικά (ro)
    • 3.1 Επίθετο

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

frugal (en)

  • οικονόμος, που αποφεύγει τις σπατάλες



Γαλλικά (fr) Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
frugal frugals

frugal (fr)

  1. (σχετικά με την τροφή) φειδωλός, λιτός
  2. λιτοδίαιτος
  3. (κατ' επέκταση) οικονόμος, ολιγοδάπανος



Ρουμανικά (ro) Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

frugal (ro)

  1. φειδωλός, λιτός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=frugal&oldid=3814625"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Μαΐου 2017, στις 01:48

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Μαΐου 2017, στις 01:48.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie