frugal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfrugal (en)
- οικονόμος, που αποφεύγει τις σπατάλες
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
frugal | frugals |
Επίθετο
επεξεργασίαfrugal (fr)
- (σχετικά με την τροφή) φειδωλός, λιτός
- λιτοδίαιτος
- (κατ’ επέκταση) οικονόμος, ολιγοδάπανος
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfrugal (ro)