λιτοδίαιτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιτοδίαιτος < ελληνιστική κοινή λιτοδίαιτος < αρχαία ελληνική λιτός + -δίαιτος (< δίαιτα)
Επίθετο επεξεργασία
λιτοδίαιτος, -η, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιτοδίαιτος
|