λιγόφαγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λιγόφαγος < ολιγοφάγος, μορφολογικά αναλύεται λιγό- + -φαγος
Επίθετο
επεξεργασία
λιγόφαγος, -η, -ο
- άλλη μορφή του ολιγοφάγος
ΣυνώνυμαΑντώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ολιγοφάγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιγόφαγος
|