δίαιτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δίαιτα | οι | δίαιτες |
γενική | της | δίαιτας & διαίτης |
των | διαιτών |
αιτιατική | τη | δίαιτα | τις | δίαιτες |
κλητική | δίαιτα | δίαιτες | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίαιτα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίαιτα
- Για τη σημασία τοπική βουλή → δείτε τη λέξη δίετα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði.e.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐αι‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδίαιτα θηλυκό
- o ειδικός τρόπος διατροφής και διαβίωσης (συνήθως για να επιτευχθεί αδυνάτισμα)
- ※ Ανατρέχοντας στο ιστορικό ενός ανθρώπου που προβληματίζεται χρόνια με το βάρος του και που κατά καιρούς έχει εφαρμόσει διάφορες δίαιτες, είναι πολύ πιθανό να καταλήξουμε στο «παράδοξο» συμπέρασμα, ότι ορισμένες (και πιστέψτε με όχι λίγες...) δίαιτες, ή καλύτερα προγράμματα αδυνατίσματος, τελικά παχαίνουν... (* @enet.gr)
- ※ Έρευνα Αμερικανών επιστημόνων επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά τις ευεργετικές επιπτώσεις της Μεσογειακής δίαιτας. Διατροφή πλούσια σε λαχανικά και ψάρια, λένε οι επιστήμονες, επιβραδύνει την διαδικασία της γήρανσης κατά μια πενταετία. (* Εφημερδία των συντακτών)
- ※ Δίαιτα πάχυνσης για να αντέξει (* εφημερίδα Τα Νέα)
Συγγενικά
επεξεργασία- αβροδίαιτα (επίρρημα)
- αβροδίαιτος
- αγροδίαιτος
- διαιτητική
- διαιτητικός
- διαιτολόγιο
- διαιτολόγος
- δραχμοδίαιτος
- ενδιαίτημα
- κρατικοδίαιτος
- λιτοδίαιτος
- οικοδίαιτος
- ομβροδίαιτος
- → δείτε τη λέξη διαιτητής
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δίαιτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δίαιτα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
δῐαιτᾰ- | |||||
ονομαστική | ἡ | δίαιτᾰ | αἱ | δίαιται | |
γενική | τῆς | διαίτης | τῶν | διαιτῶν | |
δοτική | τῇ | διαίτῃ | ταῖς | διαίταις | |
αιτιατική | τὴν | δίαιτᾰν | τὰς | διαίτᾱς | |
κλητική ὦ! | δίαιτᾰ | δίαιται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαίτᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | διαίταιν | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίαιτα < διαιτ(άω) / διαιτῶ, διαιτάομαι / διαιτῶμαι + κατάληξη θηλυκού -α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδίαιτα, -ης θηλυκό
- τρόπος ζωής, διαβίωση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 2.5
- Ἕλληνες δὲ λέγουσι ἄλλα τε μάταια πολλὰ καὶ ὡς γυναικῶν τὰς γλώσσας ὁ Ψαμμήτιχος ἐκταμὼν τὴν δίαιταν οὕτως ἐποιήσατο τῶν παιδίων παρὰ ταύτῃσι τῇσι γυναιξί.
- Όσο για τους Έλληνες, ανάμεσα στα πολλά άλλα κουραφέξαλα, λένε και τούτο, ότι δηλαδή ο Ψαμμήτιχος έκοψε τη γλώσσα μερικών γυναικών και σε αυτές τις γυναίκες ανάθεσε την ανατροφή των παιδιών.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Ἕλληνες δὲ λέγουσι ἄλλα τε μάταια πολλὰ καὶ ὡς γυναικῶν τὰς γλώσσας ὁ Ψαμμήτιχος ἐκταμὼν τὴν δίαιταν οὕτως ἐποιήσατο τῶν παιδίων παρὰ ταύτῃσι τῇσι γυναιξί.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 78.4
- καὶ τἆλλα ἐχρᾶτο διαίτῃ Ἑλληνικῇ καὶ θεοῖσι ἱρὰ ἐποίεε κατὰ νόμους τοὺς Ἑλλήνων.
- και σ᾽ όλα τ᾽ άλλα ζούσε όπως οι Έλληνες, και πρόσφερε λατρεία στους θεούς σύμφωνα με την ελληνική θρησκεία.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- καὶ τἆλλα ἐχρᾶτο διαίτῃ Ἑλληνικῇ καὶ θεοῖσι ἱρὰ ἐποίεε κατὰ νόμους τοὺς Ἑλλήνων.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 2.5
- (ειδικότερα) προκαθορισμένος ιατρικά ή υγειονομικά τρόπος ζωή
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 5, 459c
- Ὅτι ἀνάγκη αὐτοῖς, ἦν δ᾽ ἐγώ, φαρμάκοις πολλοῖς χρῆσθαι. ἰατρὸν δέ που μὴ δεομένοις μὲν σώμασι φαρμάκων, ἀλλὰ διαίτῃ ἐθελόντων ὑπακούειν, καὶ φαυλότερον ἐξαρκεῖν ἡγούμεθα εἶναι· ὅταν δὲ δὴ καὶ φαρμακεύειν δέῃ, ἴσμεν ὅτι ἀνδρειοτέρου δεῖ τοῦ ἰατροῦ.
- Πως θα είναι ανάγκη να ξέρουν αυτοί να χρησιμοποιούν πολλά φάρμακα· ένας γιατρός, κι ο χειρότερος ακόμα, είναι, νομίζομε, αρκετός όταν πρόκειται για σώματα που δεν έχουν ανάγκη από φάρμακα, αλλά έχουν τη θέληση να υποβληθούν σε δίαιτα· όταν όμως είναι ανάγκη να χρησιμοποιήσει και φάρμακα, όλοι μας ξέρομε πως χρειάζεται μεγαλύτερης αξίας γιατρός.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Ὅτι ἀνάγκη αὐτοῖς, ἦν δ᾽ ἐγώ, φαρμάκοις πολλοῖς χρῆσθαι. ἰατρὸν δέ που μὴ δεομένοις μὲν σώμασι φαρμάκων, ἀλλὰ διαίτῃ ἐθελόντων ὑπακούειν, καὶ φαυλότερον ἐξαρκεῖν ἡγούμεθα εἶναι· ὅταν δὲ δὴ καὶ φαρμακεύειν δέῃ, ἴσμεν ὅτι ἀνδρειοτέρου δεῖ τοῦ ἰατροῦ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 407d (407d-407e)
- τὰ δ᾽ εἴσω διὰ παντὸς νενοσηκότα σώματα οὐκ ἐπιχειρεῖν διαίταις κατὰ σμικρὸν ἀπαντλοῦντα καὶ ἐπιχέοντα μακρὸν καὶ κακὸν βίον ἀνθρώπῳ ποιεῖν, καὶ ἔκγονα αὐτῶν, ὡς τὸ εἰκός, ἕτερα τοιαῦτα φυτεύειν, ἀλλὰ τὸν μὴ δυνάμενον ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ περιόδῳ ζῆν μὴ οἴεσθαι δεῖν θεραπεύειν, ὡς οὔτε αὑτῷ οὔτε πόλει λυσιτελῆ;
- Ενώ για τα σώματα που ήταν για πάντα αρρωστημένα από μέσα δεν αναλάβαινε να παρατείνει τα βάσανά τους και τη ζωή τους με δίαιτες και με περιοδικές αφαιμάξεις και εγχύσεις, για να φέρουν στον κόσμο κι άλλα πλάσματα δυστυχισμένα, φυσικά σαν κι αυτά, αλλά ενόμιζε πως δεν ήταν ανάγκη να θεραπεύει ανθρώπους που από την κατασκευή τους δεν θα μπορούσαν να φτάσουν την ορισμένη περίοδο της ζωής, γιατί οι τέτοιοι δεν θα ήτανε ωφέλιμοι ούτε για τον εαυτό τους ούτε για την πολιτεία;
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- τὰ δ᾽ εἴσω διὰ παντὸς νενοσηκότα σώματα οὐκ ἐπιχειρεῖν διαίταις κατὰ σμικρὸν ἀπαντλοῦντα καὶ ἐπιχέοντα μακρὸν καὶ κακὸν βίον ἀνθρώπῳ ποιεῖν, καὶ ἔκγονα αὐτῶν, ὡς τὸ εἰκός, ἕτερα τοιαῦτα φυτεύειν, ἀλλὰ τὸν μὴ δυνάμενον ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ περιόδῳ ζῆν μὴ οἴεσθαι δεῖν θεραπεύειν, ὡς οὔτε αὑτῷ οὔτε πόλει λυσιτελῆ;
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Φυσιογνωμονικά, 4.3 @scaife.perseus
- Μανία γὰρ δοκεῖ εἶναι περὶ ψυχήν, καὶ οἱ ἰατροὶ φαρμάκοις καθαίροντες τὸ σῶμα καὶ διαίταις τισὶ πρὸς αὐτοῖς χρησάμενοι ἀπαλλάττουσι τὴν ψυχὴν τῆς μανίας. Ταῖς δὴ τοῦ σώματος θεραπείαις καὶ ἅμα ἥ τε τοῦ σώματος μορφὴ λέλυται καὶ ἡ ψυχὴ μανίας ἀπήλλακται.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 5, 459c
- κατοικία, δωμάτιο, θάλαμος
- η διαιτησία ή η χρήση διαιτησίας, η επίλυση διαφορών μέσω διαιτητών
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου περὶ τοῦ κονδύλου, 86
- τὴν μὲν δίαιταν ἀντιλαχὼν οὐκ ὤμοσεν, ἀλλ᾽ εἴασε καθ᾽ αὑτοῦ κυρίαν γενέσθαι, καὶ ἀνώμοτος ἀπηνέχθη·
- Ζήτησε ακύρωση της αποφάσεως της διαιτησίας χωρίς να ορκισθεί, αλλά άφησε να γίνει τελεσίδικη η απόφαση εναντίον του και κατηγορήθηκε ότι δεν είχε ορκισθεί·
- Μετάφραση (1989): Γ. Ξανθάκη-Καραμάνου, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- τὴν μὲν δίαιταν ἀντιλαχὼν οὐκ ὤμοσεν, ἀλλ᾽ εἴασε καθ᾽ αὑτοῦ κυρίαν γενέσθαι, καὶ ἀνώμοτος ἀπηνέχθη·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου περὶ τοῦ κονδύλου, 86
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη διαιτάω
Πηγές
επεξεργασία- δίαιτα - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- δίαιτα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίαιτα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.