Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαιτητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαιτητικ
ός
η
διαιτητικ
ή
το
διαιτητικ
ό
γενική
του
διαιτητικ
ού
της
διαιτητικ
ής
του
διαιτητικ
ού
αιτιατική
τον
διαιτητικ
ό
τη
διαιτητικ
ή
το
διαιτητικ
ό
κλητική
διαιτητικ
έ
διαιτητικ
ή
διαιτητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαιτητικ
οί
οι
διαιτητικ
ές
τα
διαιτητικ
ά
γενική
των
διαιτητικ
ών
των
διαιτητικ
ών
των
διαιτητικ
ών
αιτιατική
τους
διαιτητικ
ούς
τις
διαιτητικ
ές
τα
διαιτητικ
ά
κλητική
διαιτητικ
οί
διαιτητικ
ές
διαιτητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαιτητικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
διαιτητικός, -ή, -ό
σχετικός με τη
διαιτησία
διαιτητικό
δικαστήριο
σχετικός με τη
δίαιτα
διαιτητική
αγωγή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σχετικός με τη διαιτησία
γαλλικά
:
arbitral
(fr)
σχετικός με τη δίαιτα
γαλλικά
:
diététique
(fr)