Δείτε επίσης: διαιτησία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαιτητική οι διαιτητικές
      γενική της διαιτητικής των διαιτητικών
    αιτιατική τη διαιτητική τις διαιτητικές
     κλητική διαιτητική διαιτητικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαιτητική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου διαιτητικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαιτητική θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

διαιτητική

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία