υγεία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υγεία | οι | υγείες |
γενική | της | υγείας | — | |
αιτιατική | την | υγεία | τις | υγείες |
κλητική | υγεία | υγείες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υγεία < ελληνιστική κοινή ὑγεία < αρχαία ελληνική ὑγίεια
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υγεία θηλυκό
- η καλή κατάσταση και φυσιολογική λειτουργία ενός οργανισμού, η απουσία αρρώστιας
- (γενικότερα) η κατάσταση ενός οργανισμού
- αμετάβλητη η υγεία του αρρώστου
- (μεταφορικά) η καλή κατάσταση και λειτουργία ενός συστήματος
- (συνεκδοχικά) το σύστημα υγείας μιας χώρας
- η κυβέρνηση θα πάρει μέτρα για την παιδεία και την υγεία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υγεία