Δείτε επίσης: Υγεία, υγειά, Υγιεία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υγεία οι υγείες
      γενική της υγείας
    αιτιατική την υγεία τις υγείες
     κλητική υγεία υγείες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

υγεία θηλυκό & υγειά

  1. η καλή κατάσταση και φυσιολογική λειτουργία ενός οργανισμού, η απουσία αρρώστιας
  2. (γενικότερα) η κατάσταση ενός οργανισμού
      αμετάβλητη η υγεία του αρρώστου
  3. (μεταφορικά) η καλή κατάσταση και λειτουργία ενός συστήματος
  4. (συνεκδοχικά) το σύστημα υγείας μιας χώρας
      η κυβέρνηση θα πάρει μέτρα για την παιδεία και την υγεία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • εις υγείαν και στην υγειά σας : λέγεται σαν ευχή όταν κάποιος πίνει κάτι

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία