πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η υγιεινολόγος οι υγιεινολόγοι
      γενική του/της υγιεινολόγου των υγιεινολόγων
    αιτιατική τον/την υγιεινολόγο τους/τις υγιεινολόγους
     κλητική υγιεινολόγε υγιεινολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
υγιεινολόγος μαρτυρείται από το 1866 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο στην καθαρεύουσα (ὑγιεινολόγος)[1] < απόδοση για τη γαλλική hygiéniste. Μορφολογικά αναλύεται σε υγιειν(ή) + -ο- + -λόγος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

υγιεινολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. υγιεινολόγος, σελ.1023, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου