ὑγεία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὑγείᾱ | αἱ | ὑγεῖαι | ||||
γενική | τῆς | ὑγείᾱς | τῶν | ὑγειῶν | ||||
δοτική | τῇ | ὑγείᾳ | ταῖς | ὑγείαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ὑγείᾱν | τὰς | ὑγείᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ὑγείᾱ | ὑγεῖαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑγείᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑγείαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὑγεία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὑγίεια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὑγεία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὑγεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑγεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.