Δείτε επίσης: ὑγειά, ὑγεία, ὑγεῖα, υγεία, ὑγίεια, ὑγιᾶ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υγειά οι υγειές
      γενική της υγειάς των υγειών
    αιτιατική την υγειά τις υγειές
     κλητική υγειά υγειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υγειά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὑγειά < ελληνιστική κοινή ὑγεία < αρχαία ελληνική ὑγίεια [1] Συγκρίνετε με το γεια και υγεία.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐γειά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υγειά θηλυκό [2]

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. υγειά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. υγειάΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)