γεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γεια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γειά, γειά σου < ελληνιστική κοινή ὑγεία με συνίζηση < αρχαία ελληνική ὑγιεία [1] < ὑγιής
Προφορά
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαγεια
- οικείος χαιρετισμός όταν κάποιος έρχεται ή φεύγει
- πέρασε πια η ώρα· γεια σας!
- ως πρόποση
- ⮡ άντε γεια μας
- ως επιδοκιμασία, μπράβο, συγχαρητήρια
Εκφράσεις
επεξεργασία- α, γεια σου: «το κατάλαβες επιτέλους!», «ακριβώς!»
- με γεια (σου)!: ευχή για κάτι καινούργιο που απέκτησε κάποιος
- έχε γεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία γεια
με γεια (λαϊκή ευχετική φράση)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας