salut
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
salut | saluts |
salut (fr) αρσενικό
- η σωτηρία
- o χαιρετισμός, τα χαιρετίσματα
Επιφώνημα
επεξεργασίαsalut (fr)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsalut (pl) αρσενικό
- χαιρετισμός με ομοβροντία
- στρατιωτικός χαιρετισμός