σωτηρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σωτηρία | οι | σωτηρίες |
γενική | της | σωτηρίας | των | σωτηριών |
αιτιατική | τη | σωτηρία | τις | σωτηρίες |
κλητική | σωτηρία | σωτηρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σωτηρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σωτηρία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /so.tiˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐τη‐ρί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίασωτηρία θηλυκό συνήθως στον ενικό
- απαλλαγή, απελευθέρωση από δύσκολη κατάσταση, κίνδυνο ή ασθένεια
- (στη θρησκεία) η λύτρωση της ανθρωπότητας από δεινά όπως ο πόνος, η κακία ή ο θάνατος
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σωτηρία
Πηγές
επεξεργασία- σωτηρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σωτηρία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σωτηρῐα- | |||||
ονομαστική | ἡ | σωτηρίᾱ | αἱ | σωτηρίαι | |
γενική | τῆς | σωτηρίᾱς | τῶν | σωτηριῶν | |
δοτική | τῇ | σωτηρίᾳ | ταῖς | σωτηρίαις | |
αιτιατική | τὴν | σωτηρίᾱν | τὰς | σωτηρίᾱς | |
κλητική ὦ! | σωτηρίᾱ | σωτηρίαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σωτηρίᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | σωτηρίαιν | |||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασωτηρία, -ας θηλυκό
- σωτηρία
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 20.1
- ἀπὸ τῶν Ἀθηνῶν οὐδεμία ἐλπὶς ἦν τιμωρίας οὐδὲ ἄλλη σωτηρία ἐφαίνετο
- από την Αθήνα καμία ελπίδα δεν υπήρχε βοήθειας [ως τιμωρίας στους πολιορκητές], ούτε άλλη σωτηρία φαινόταν
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἀπὸ τῶν Ἀθηνῶν οὐδεμία ἐλπὶς ἦν τιμωρίας οὐδὲ ἄλλη σωτηρία ἐφαίνετο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 20.1
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- σωτηρία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σωτηρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.