πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σωτηρία οι σωτηρίες
      γενική της σωτηρίας των σωτηριών
    αιτιατική τη σωτηρία τις σωτηρίες
     κλητική σωτηρία σωτηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σωτηρία θηλυκό συνήθως στον ενικό

  1. απαλλαγή, απελευθέρωση από δύσκολη κατάσταση, κίνδυνο ή ασθένεια
  2. (στη θρησκεία) η λύτρωση της ανθρωπότητας από δεινά όπως ο πόνος, η κακία ή ο θάνατος

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σωτηρῐα-
ονομαστική σωτηρί αἱ σωτηρίαι
      γενική τῆς σωτηρίᾱς τῶν σωτηριῶν
      δοτική τῇ σωτηρί ταῖς σωτηρίαις
    αιτιατική τὴν σωτηρίᾱν τὰς σωτηρίᾱς
     κλητική ! σωτηρί σωτηρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σωτηρί
γεν-δοτ τοῖν  σωτηρίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σωτηρία, -ας θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.