Δείτε επίσης: Σωτήρ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σωτήρ οἱ σωτῆρες
      γενική τοῦ σωτῆρος τῶν σωτήρων
      δοτική τῷ σωτῆρ τοῖς σωτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σωτῆρ τοὺς σωτῆρᾰς
     κλητική ! σῶτερ* σωτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σωτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  σωτήροιν
* Εξαίρεση στην κλητική ενικού (αντί -ήρ)
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

σωτήρ < θέμα σω- όπως στο επίθετο σῶς / σῶος (εμφανίζεται και στο σῴζω) + -τήρ [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σωτήρ, -ῆρος αρσενικό

  1. σωτήρας, αυτός που σώζει, που προστατεύει
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 11 ,1.9-10
    νομίσαντες τὸν μὲν Βρασίδαν σωτῆρά τε σφῶν γεγενῆσθαι
  2. (ελληνιστική σημασία) ο Χριστός

Παράγωγα

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «σωτήρας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.