délivrance
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- délivrance < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
délivrance | délivrances |
délivrance (fr) θηλυκό
- η απολύτρωση
- η αποφυλάκιση
- η χορήγηση
- η λύτρωση, η ανακούφιση, ο λυτρωμός
- η υστεροτοκία
- η λευτεριά (από γέννα)