αποφυλάκιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποφυλάκιση | οι | αποφυλακίσεις |
γενική | της | αποφυλάκισης* | των | αποφυλακίσεων |
αιτιατική | την | αποφυλάκιση | τις | αποφυλακίσεις |
κλητική | αποφυλάκιση | αποφυλακίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποφυλακίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποφυλάκιση < αποφυλακίζω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποφυλάκιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποφυλακίζω