πρόποση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόποση | οι | προπόσεις |
γενική | της | πρόποσης* | των | προπόσεων |
αιτιατική | την | πρόποση | τις | προπόσεις |
κλητική | πρόποση | προπόσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προπόσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόποση < αρχαία ελληνική πρόποσις < προπίνω < πρό + πίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόποση θηλυκό
- μια σύντομη φράση ή λίγα λόγια που λέγονται πριν πιούμε ένα ποτήρι κρασί ή άλλο ποτό και καθώς κρατάμε υψωμένο το χέρι
- στην πρόποσή του, ο κουμπάρος ευχήθηκε στους νεόνυμφους
- ένα πασίγνωστο πρωτοκυκλαδικό ειδώλιο είναι "ο εγείρων πρόποση"