πρόποση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόποση | οι | προπόσεις |
γενική | της | πρόποσης* | των | προπόσεων |
αιτιατική | την | πρόποση | τις | προπόσεις |
κλητική | πρόποση | προπόσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προπόσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πρόποση < αρχαία ελληνική πρόποσις < προπίνω < πρό + πίνω