Δείτε επίσης: υγιής
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ῠ῾γιεσ-
ονομαστική / ὑγιής τὸ ὑγιές
      γενική τοῦ/τῆς ὑγιοῦς τοῦ ὑγιοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ὑγιεῖ τῷ ὑγιεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὑγι
ὑγιέα > ὑγι
τὸ ὑγιές
     κλητική ! ὑγιές ὑγιές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὑγιεῖς τὰ ὑγι
σπανιότερα: ὑγι
      γενική τῶν ὑγιῶν τῶν ὑγιῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑγιέσ(ν) τοῖς ὑγιέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑγιεῖς
σπανιότερα: ὑγιᾶς
τὰ ὑγι
σπανιότερα: ὑγι
     κλητική ! ὑγιεῖς ὑγι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑγιεῖ/ὑγι τὼ ὑγιεῖ/ὑγι
      γεν-δοτ τοῖν ὑγιοῖν τοῖν ὑγιοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑγιής < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή : πιθανό πρώτο συνθετικό: *h₁su- (καλός, γενναίος δείτε και εὖ, ἐΰς) + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷeyh₃- (ενέργεια, βίος, ζω) + κατάληξη *-ḗs. Κυριολεκτικά: μακρός, καλός βίος). Κατ' άλλη άποψη, με πρώτο συνθετικό την αρχαία πρόθεση ὑ- (όπως στο ὕστερος), ισοδύναμη με το ἐπί, που θα οδηγούσε σε σημασία παρόμοια με του ρήματος ἐπιβιῶ.[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

ὑγιής, -ής, -ές, συγκριτικός:ὑγιέστερος/(ὑγιώτερος), υπερθετικός: ὑγιέστατος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

σπανιότερα:

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
ὑγι- 

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. υγιής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.