έχε γεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
έχε γεια!
- (οικείο) ως αποχαιρετισμός
- ※ Έχετε γεια, τους είπε· ο Θεός να σπλαχνιστεί, αδερφοί μου, τις ψυχές σας! (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])