Ετυμολογία en

επεξεργασία
health < παλαιοαγγλικά: hǣlth, γερμανικής προέλευσης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /hɛlθ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

health (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η υγεία, η κατάσταση του σώματος ή του νου ενός ατόμου
    ⮡  I am in good health.
    Είμαι καλά στην υγεία μου.
    ⮡  It’s not good for your health./It doesn’t do any good for your health.
    Δεν κάνει καλό στην υγεία σου.
    ⮡  All our main concern should be the preservation of our health.
    Κύριο μέλημα όλων μας πρέπει να είναι η διαφύλαξη της υγείας μας.
  2. η υγεία, πόσο πετυχημένο είναι κάτι
    ⮡  the health of the economy - η υγεία της οικονομίας
     συνώνυμα:  soundness