- health < παλαιοαγγλικά: hǣlth, γερμανικής προέλευσης
- ΔΦΑ : /hɛlθ/
health (en) (μη μετρήσιμο)
- η υγεία, η κατάσταση του σώματος ή του νου ενός ατόμου
- ⮡ I am in good health.
- Είμαι καλά στην υγεία μου.
- ⮡ It’s not good for your health./It doesn’t do any good for your health.
- Δεν κάνει καλό στην υγεία σου.
- ⮡ All our main concern should be the preservation of our health.
- Κύριο μέλημα όλων μας πρέπει να είναι η διαφύλαξη της υγείας μας.
- η υγεία, πόσο πετυχημένο είναι κάτι
- ⮡ the health of the economy - η υγεία της οικονομίας
- ≈ συνώνυμα: soundness