Ετυμολογία

επεξεργασία
soundness < sound + -ness

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

soundness (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η υγεία, η ιδιότητα του να είναι υγιής και λογικός· το γεγονός ότι κάτι μπορεί να βασιστεί και μάλλον θα δώσει καλά αποτελέσματα
    ⮡  the soundness of the economy - η υγεία της οικονομίας
    ⮡  mental soundness - πνευματική υγεία
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη health
  2. η ορθότητα, η πληρότητα, η ιδιότητα του να είναι ορθός ή πλήρης
    ⮡  I dispute the soundness of your reasoning.
    Αμφισβητώ την ορθότητα των συλλογισμών σου.
    ⮡  His descriptions were distinguished for their clarity and soundness.
    Οι περιγραφές του διακρίνονταν για τη σαφήνεια και την πληρότητά τους.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις accuracy και completeness
  3. η καταλληλότητα, το γεγονός ότι είναι σε καλή κατάσταση· το γεγονός ότι δεν έχει καταστραφεί
    ⮡  The soundness of the building was checked after the earthquake.
    Ελέγχθηκε η καταλληλότητα του κτιρίου μετά τον σεισμό.