- soundness < sound + -ness
soundness (en) (μη μετρήσιμο)
- η υγεία, η ιδιότητα του να είναι υγιής και λογικός· το γεγονός ότι κάτι μπορεί να βασιστεί και μάλλον θα δώσει καλά αποτελέσματα
- ↪ the soundness of the economy - η υγεία της οικονομίας
- ↪ mental soundness - πνευματική υγεία
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη health
- η ορθότητα, η πληρότητα, η ιδιότητα του να είναι ορθός ή πλήρης
- ↪ I dispute the soundness of your reasoning.
- Αμφισβητώ την ορθότητα των συλλογισμών σου.
- ↪ His descriptions were distinguished for their clarity and soundness.
- Οι περιγραφές του διακρίνονταν για τη σαφήνεια και την πληρότητά τους.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις accuracy και completeness
- η καταλληλότητα, το γεγονός ότι είναι σε καλή κατάσταση· το γεγονός ότι δεν έχει καταστραφεί
- ↪ The soundness of the building was checked after the earthquake.
- Ελέγχθηκε η καταλληλότητα του κτιρίου μετά τον σεισμό.