sound
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
sound (en)
- υγιής, αβλαβής
- he is safe and sound - είναι σώος και αβλαβής
- ολοκληρωμένος, στέρεος, ασφαλής
- (για ύπνο) βαθύς, αδιατάρακτος
- ισχυρός, δυνατός, βαρύς
- a sound beating
- (νομικός όρος) έγκυρος, με νομική ισχύ
- a sound title of property
- αιτιακά πλήρης
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
sound (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
sound (en)