Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

sound (en)

  1. υγιής, αβλαβής
    he is safe and sound - είναι σώος και αβλαβής
  2. ολοκληρωμένος, στέρεος, ασφαλής
  3. (για ύπνο) βαθύς, αδιατάρακτος
  4. ισχυρός, δυνατός, βαρύς
    a sound beating
  5. (νομικός όρος) έγκυρος, με νομική ισχύ
    a sound title of property
  6. αιτιακά πλήρης

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

sound (en)

  ΡήμαΕπεξεργασία

sound (en)

  1. ακούγομαι