ενεστώτας clatter
γ΄ ενικό ενεστώτα clatters
αόριστος clattered
παθητική μετοχή clattered
ενεργητική μετοχή clattering

clatter (en)

  • κουδουνίζω, δύο αντικείμενα χτυπιούνται μεταξύ τους και κάνουν δυνατό θόρυβο
    ⮡  The glassware clattered on the shelf.
    Κουδουνίζανε τα γυαλικά στο ράφι.

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη sound