clatter
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | clatter |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clatters |
αόριστος | clattered |
παθητική μετοχή | clattered |
ενεργητική μετοχή | clattering |
Ρήμα
επεξεργασίαclatter (en)
- κουδουνίζω, δύο αντικείμενα χτυπιούνται μεταξύ τους και κάνουν δυνατό θόρυβο
- ⮡ The glassware clattered on the shelf.
- Κουδουνίζανε τα γυαλικά στο ράφι.
- ⮡ The glassware clattered on the shelf.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη sound
Πηγές
επεξεργασία- clatter - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 470-471. ISBN 9780194325684., λήμμα: κουδουνίζω