Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
clink clinks

clink (en)

  1. το κουδούνισμα
    ⮡  the clink of the glasses - το κουδούνισμα ποτηριών
     συνώνυμα: clinking
  2. (αργκό) η στενή, η μπουζού, η φυλακή
    ⮡  He did two years in the clink.
    Έκανε δυο χρόνια στη στενή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη jail
ενεστώτας clink
γ΄ ενικό ενεστώτα clinks
αόριστος clinked
παθητική μετοχή clinked
ενεργητική μετοχή clinking

clink (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη sound