↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουδούνισμα τα κουδουνίσματα
      γενική του κουδουνίσματος των κουδουνισμάτων
    αιτιατική το κουδούνισμα τα κουδουνίσματα
     κλητική κουδούνισμα κουδουνίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουδούνισμα < κουδουνίζω + -μα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kuˈðu.ni.zma/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουδούνισμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία