κουδούνισμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κουδούνισμα < κουδουνίζω + -μα
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.ˈðu.ni.zma/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κουδούνισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουδουνίζω
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις κουδουνίζω και κουδούνι