υγιεινά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υγιεινά < υγιεινός
Επίρρημα
επεξεργασίαυγιεινά (τροπικό)
- με τρόπο που συμβάλλει στη διατήρηση της υγείας
- τρέφεται υγιεινά
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαυγιεινά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υγιεινό