διαιτησία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαιτησία < διαιτητής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαιτησία θηλυκό
- (αθλητισμός) το έργο του διαιτητή καθώς και ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων του σε συγκεκριμένες περιπτώσεις
- ο διαιτητής ενός συγκεκριμένου αγώνα ή το σύνολο των διαιτητών γενικότερα
- (νομική, διεθνής πολιτική) δικαστικός θεσμός που δεν εντάσσεται στην τακτική δικαιοσύνη και αποσκοπεί στην επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από ουδέτερους τρίτους, τους οποίους έχουν αποδεχτεί ή υποδείξει οι ενδιαφερόμενοι αντίδικοι