Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαιτητής οι διαιτητές
      γενική του διαιτητή των διαιτητών
    αιτιατική τον διαιτητή τους διαιτητές
     κλητική διαιτητή διαιτητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Διαιτητής χωρίζει τους αγωνιζόμενους σε αγώνα πυγμαχίας.

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαιτητής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαιτητής (κριτής που επιλύει διαφορές) < διαιτάω (κρίνω)
για τον αθλητισμό < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική umpire & από τη γαλλική arbitre [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯e.tiˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐αι‐τη‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαιτητής αρσενικό (θηλυκό διαιτήτρια)

  1. (αθλητισμός, επάγγελμα) αυτός που επιτηρεί και ρυθμίζει τη διεξαγωγή ενός παιχνιδιού ή ενός αγώνα, σύμφωνα με τους κανόνες που έχουν εκ των προτέρων τεθεί
  2. (νομικός όρος) ο μεσολαβητής μεταξύ δύο διαδίκων για μια υπόθεσή τους
  3. (κατ’ επέκταση, επάγγελμα) ο μεσολαβητής μεταξύ δύο αντιτιθέμενων μερών για μια υπόθεσή τους

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαιτητής οἱ διαιτηταί
      γενική τοῦ διαιτητοῦ τῶν διαιτητῶν
      δοτική τῷ διαιτητ τοῖς διαιτηταῖς
    αιτιατική τὸν διαιτητήν τοὺς διαιτητᾱ́ς
     κλητική ! διαιτητᾰ́ διαιτηταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαιτητᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  διαιτηταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαιτητής < διαιτάω, διαιτη- (στη σημασία: κρίνω, αποφασίζω) + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαιτητής αρσενικό

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία