Ετυμολογία

επεξεργασία
διαιτητεύω < διαιτητής + -εύω

διαιτητεύω

  1. είμαι ο διαιτητής σε αθλητική συνάντηση
  2. ενεργώ ως μεσολαβητής για να λυθεί μια διαφορά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία