Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαιτάω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

διαιτάω

  1. καθορίζω μία δίαιτα, μία διατροφή
  2. είμαι διαιτητής
  3. (μεσοπαθητική φωνή) → δείτε τη λέξη διαιτάομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Πηγές επεξεργασία