• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

sędzia

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Πολωνικά (pl)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις

Πολωνικά (pl) Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

sędzia (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

sędzia (pl) αρσενικό

  1. δικαστής
  2. διαιτητής

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • osąd
  • osądzenie
  • osądzić
  • sąd
  • sądownictwo
  • sądowniczy
  • sądowy
  • sądzenie
  • sądzić
  • sędzina
  • sędziostwo
  • sędziowanie
  • sędziować
  • sędziowski
  • zasądzenie
  • zasądzić
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=sędzia&oldid=4086962"
Τελευταία επεξεργασία στις 10 Σεπτεμβρίου 2019, στις 05:43

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 10 Σεπτεμβρίου 2019, στις 05:43.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie