referee
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
referee | referees |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαreferee (en)
- (αθλητισμός) ο διαιτητής, ρέφερι αθλητικού αγώνα
- ⮡ Nobody liked this referee.
- Κανείς δε συμπάθησε αυτόν τον διαιτητή.
- ⮡ The referee forgot the player's name.
- Ο διαιτητής ξέχασε το όνομα του παίκτη.
- ⮡ Nobody liked this referee.
- (επιστήμες) ο αξιολογητής ακαδημαϊκών εργασιών, συνήθως για δημοσίευση ή παρουσίαση σε συνέδρια