ενικός         πληθυντικός  
referee referees

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌrefəˈɹiː/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

referee (en)

  1. (αθλητισμός) ο διαιτητής, ρέφερι αθλητικού αγώνα
    ⮡  Nobody liked this referee.
    Κανείς δε συμπάθησε αυτόν τον διαιτητή.
    ⮡  The referee forgot the player's name.
    Ο διαιτητής ξέχασε το όνομα του παίκτη.
  2. (επιστήμες) ο αξιολογητής ακαδημαϊκών εργασιών, συνήθως για δημοσίευση ή παρουσίαση σε συνέδρια
     συνώνυμα: reviewer, peer reviewer

Δείτε επίσης

επεξεργασία