αδυνάτισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ðiˈna.ti.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δυ‐νά‐τι‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααδυνάτισμα ουδέτερο
- το να γίνεται κανείς πιο αδύνατος, πιο λεπτός, η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αδυνατίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδυνάτισμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αδυνάτισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας