αδυνατίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδυνατίζω < μεσαιωνική ελληνική < αδύνατος + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίααδυνατίζω
- (αμετάβατο) χάνω βάρος και γίνομαι πιο αδύνατος
- (αμετάβατο) γίνομαι λιγότερο ισχυρός, εξασθενώ
- η άμυνα σ' αυτό το σημείο του τείχους είχε αδυνατίσει
- (μεταβατικό) προκαλώ σε κάποιον απώλεια βάρους ή/και δυνάμεων
- τον αδυνάτισε η αρρώστια
- ο σκακιστής με μια λανθασμένη κίνηση αδυνάτισε την άμυνά του
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αδυνατίζω | αδυνάτιζα | θα αδυνατίζω | να αδυνατίζω | αδυνατίζοντας | |
β' ενικ. | αδυνατίζεις | αδυνάτιζες | θα αδυνατίζεις | να αδυνατίζεις | αδυνάτιζε | |
γ' ενικ. | αδυνατίζει | αδυνάτιζε | θα αδυνατίζει | να αδυνατίζει | ||
α' πληθ. | αδυνατίζουμε | αδυνατίζαμε | θα αδυνατίζουμε | να αδυνατίζουμε | ||
β' πληθ. | αδυνατίζετε | αδυνατίζατε | θα αδυνατίζετε | να αδυνατίζετε | αδυνατίζετε | |
γ' πληθ. | αδυνατίζουν(ε) | αδυνάτιζαν αδυνατίζαν(ε) |
θα αδυνατίζουν(ε) | να αδυνατίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αδυνάτισα | θα αδυνατίσω | να αδυνατίσω | αδυνατίσει | ||
β' ενικ. | αδυνάτισες | θα αδυνατίσεις | να αδυνατίσεις | αδυνάτισε | ||
γ' ενικ. | αδυνάτισε | θα αδυνατίσει | να αδυνατίσει | |||
α' πληθ. | αδυνατίσαμε | θα αδυνατίσουμε | να αδυνατίσουμε | |||
β' πληθ. | αδυνατίσατε | θα αδυνατίσετε | να αδυνατίσετε | αδυνατίστε | ||
γ' πληθ. | αδυνάτισαν αδυνατίσαν(ε) |
θα αδυνατίσουν(ε) | να αδυνατίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αδυνατίσει | είχα αδυνατίσει | θα έχω αδυνατίσει | να έχω αδυνατίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αδυνατίσει | είχες αδυνατίσει | θα έχεις αδυνατίσει | να έχεις αδυνατίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αδυνατίσει | είχε αδυνατίσει | θα έχει αδυνατίσει | να έχει αδυνατίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αδυνατίσει | είχαμε αδυνατίσει | θα έχουμε αδυνατίσει | να έχουμε αδυνατίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αδυνατίσει | είχατε αδυνατίσει | θα έχετε αδυνατίσει | να έχετε αδυνατίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αδυνατίσει | είχαν αδυνατίσει | θα έχουν αδυνατίσει | να έχουν αδυνατίσει |
|