Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αδυνατίζω < μεσαιωνική ελληνική < αδύνατος + -ίζω

  ΡήμαΕπεξεργασία

αδυνατίζω

  1. (αμετάβατο) χάνω βάρος και γίνομαι πιο αδύνατος
  2. (αμετάβατο) γίνομαι λιγότερο ισχυρός, εξασθενώ
    η άμυνα σ' αυτό το σημείο του τείχους είχε αδυνατίσει
  3. (μεταβατικό) προκαλώ σε κάποιον απώλεια βάρους ή/και δυνάμεων
    τον αδυνάτισε η αρρώστια
    ο σκακιστής με μια λανθασμένη κίνηση αδυνάτισε την άμυνά του

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία