Ετυμολογία

επεξεργασία
lose weight < → δείτε τις λέξεις lose και weight

  Έκφραση

επεξεργασία

lose weight (en)

  • lose weight - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 14. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αδυνατίζω