slim down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | slim down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slims down |
αόριστος | slimmed down |
παθητική μετοχή | slimmed down |
ενεργητική μετοχή | slimming down |
slim down (en)
- αδυνατίζω
- ⮡ His face has slimmed down.
- Αδυνάτισε στο πρόσωπο.
- ≈ συνώνυμα: lose weight
- ⮡ His face has slimmed down.