diet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
diet | diets |
diet (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δίαιτα, το φαγητό και το ποτό που τρώω και πίνω τακτικά
- ⮡ The doctor recommended me a strict diet for my stomach.
- Ο γιατρός μού συνέστησε αυστηρή δίαιτα για το στομάχι μου.
- ⮡ The doctor recommended me a strict diet for my stomach.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δίαιτα, περιορισμός και έλεγχος στην ποσότητα και την ποιότητα του φαγητού με σκοπό να μειωθεί το βάρος
- ⮡ a weight loss diet - δίαιτα αδυνατίσματος
- ⮡ diet soft drinks - αναψυκτικά διαίτης
- ⮡ I am doing a diet to lose weight.
- Κάνω δίαιτα για ν' αδυνατίσω.
- ⮡ I am on a diet.
- Είμαι σε δίαιτα.
- η Δίαιτα (νομοθετικό σώμα)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | diet |
γ΄ ενικό ενεστώτα | diets |
αόριστος | dieted |
παθητική μετοχή | dieted |
ενεργητική μετοχή | dieting |
diet (en)
- (αμετάβατο) κάνω δίαιτα, ακολουθώ μια δίαιτα για να αδυνατίσω
- ⮡ She’s dieting to keep her figure.
- Κάνει δίαιτα για να διατηρήσει τη σιλουέτα της.
- ⮡ She’s dieting to keep her figure.
Πηγές
επεξεργασία- diet (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- diet (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 219-220. ISBN 9780194325684., λήμμα: δίαιτα