Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
diet diets

diet (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δίαιτα, το φαγητό και το ποτό που τρώω και πίνω τακτικά
    ⮡  The doctor recommended me a strict diet for my stomach.
    Ο γιατρός μού συνέστησε αυστηρή δίαιτα για το στομάχι μου.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δίαιτα, περιορισμός και έλεγχος στην ποσότητα και την ποιότητα του φαγητού με σκοπό να μειωθεί το βάρος
    ⮡  a weight loss diet - δίαιτα αδυνατίσματος
    ⮡  diet soft drinks - αναψυκτικά διαίτης
    ⮡  I am doing a diet to lose weight.
    Κάνω δίαιτα για ν' αδυνατίσω.
    ⮡  I am on a diet.
    Είμαι σε δίαιτα.
  3. η Δίαιτα (νομοθετικό σώμα)
ενεστώτας diet
γ΄ ενικό ενεστώτα diets
αόριστος dieted
παθητική μετοχή dieted
ενεργητική μετοχή dieting

diet (en)

  • (αμετάβατο) κάνω δίαιτα, ακολουθώ μια δίαιτα για να αδυνατίσω
    ⮡  She’s dieting to keep her figure.
    Κάνει δίαιτα για να διατηρήσει τη σιλουέτα της.