Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
diet diets

diet (en)

  1. η δίαιτα
    ⮡  I am on a diet to lose weight.
    Κάνω δίαιτα για ν' αδυνατίσω.
    ⮡  I am on a diet.
    Είμαι σε δίαιτα.
  2. η Δίαιτα (νομοθετικό σώμα)
ενεστώτας diet
γ΄ ενικό ενεστώτα diets
αόριστος dieted
παθητική μετοχή dieted
ενεργητική μετοχή dieting

diet (en)

  1. (αμετάβατο) κάνω δίαιτα, διαιτώμαι, ακολουθώ μια δίαιτα
    ⮡  She’s dieting to keep her figure.
    Κάνει δίαιτα για να διατηρήσει τη σιλουέτα της.
  2. (μεταβατικό) βάζω κάποιον σε δίαιτα