διαιτολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαιτολόγος < δίαιτ(α) +-ο- + -λόγος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική diététicien
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαιτολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επιστήμονας που δίνει συμβουλές και οδηγίες για τη δίαιτα και τον τρόπο διατροφής όσων προσφεύγουν στις υπηρεσίες του
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαιτολόγος
|