κρατικοδίαιτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κρατικοδίαιτος, -η, -ο
- (μειωτικό) κάποιος (πρόσωπο, φορέας, επιχείρηση κ.λπ.) που αποκτά το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του από την οικονομική σχέση του με το κράτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρατικοδίαιτος