κρατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κρατικός | η | κρατική | το | κρατικό |
γενική | του | κρατικού | της | κρατικής | του | κρατικού |
αιτιατική | τον | κρατικό | την | κρατική | το | κρατικό |
κλητική | κρατικέ | κρατική | κρατικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κρατικοί | οι | κρατικές | τα | κρατικά |
γενική | των | κρατικών | των | κρατικών | των | κρατικών |
αιτιατική | τους | κρατικούς | τις | κρατικές | τα | κρατικά |
κλητική | κρατικοί | κρατικές | κρατικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίακρατικός < κράτος
Επίθετο
επεξεργασίακρατικός, κρατική, κρατικό
- που ανήκει στο κράτος
- που αναφέρεται στο κράτος
- κρατικός προϋπολογισμός
- που γίνεται από το κράτος
- ...