↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρατικοποίηση οι κρατικοποιήσεις
      γενική της κρατικοποίησης* των κρατικοποιήσεων
    αιτιατική την κρατικοποίηση τις κρατικοποιήσεις
     κλητική κρατικοποίηση κρατικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρατικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρατικοποίηση < κρατικοποιώ + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρατικοποίηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία