κρατικοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρατικοποίηση | οι | κρατικοποιήσεις |
γενική | της | κρατικοποίησης* | των | κρατικοποιήσεων |
αιτιατική | την | κρατικοποίηση | τις | κρατικοποιήσεις |
κλητική | κρατικοποίηση | κρατικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρατικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρατικοποίηση < κρατικοποιώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρατικοποίηση θηλυκό
- (οικονομία) η μεταφορά στο κράτος της ιδιοκτησίας και του ελέγχου μιας εταιρείας, που μέχρι τότε βρισκόταν στην ιδιοκτησία ιδιωτών
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κρατικοποιώ, κράτος και ποιώ
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κρατικοποίηση