Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εθνικοποίηση οι εθνικοποιήσεις
      γενική της εθνικοποίησης* των εθνικοποιήσεων
    αιτιατική την εθνικοποίηση τις εθνικοποιήσεις
     κλητική εθνικοποίηση εθνικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εθνικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εθνικοποίηση < εθνικοποιώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εθνικοποίηση θηλυκό

  • η απόκτηση από το κράτος (εν ονόματι του έθνους) της κυριότητας μιας ιδιωτικής επιχείρησης ή περιουσίας, ιδιαίτερα σε καίριους τομείς όπως είναι η ενέργεια και οι πλουτοπαραγωγικές πηγές (κοιτάσματα πετρελαίου, ορυχεία κ.λπ)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία