Ετυμολογία

επεξεργασία
εθνικοποιώ < εθνικός + -ποιώ

εθνικοποιώ

  • μετατρέπω σε δημόσιο ένα ιδιωτικό περιουσιακό στοιχείο, επιχείρηση ή γενικότερα πηγή πλούτου

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία