Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εθνικοποιώ < εθνικός + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

εθνικοποιώ

  • μετατρέπω σε δημόσιο ένα ιδιωτικό περιουσιακό στοιχείο, επιχείρηση ή γενικότερα πηγή πλούτου

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία